- ὑπέφηνε
- ὑποφαίνωbring to light from underaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποφαίνω — ὑποφαίνω ΝΑ [φαίνω] νεοελλ. (η μέσ. μτχ. ενεστ.) ο υποφαινόμενος, η υποφαινομένη α) αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογεγραμμένος («ο υποφαινόμενος... δηλώνω ότι...») β) (καταχρ. συν. ειρωνικά στον προφορικό λόγο) εγώ αρχ. 1. φανερώνω, κάνω να … Dictionary of Greek